Η κυρά μας η Λωξάντρα η Πολίτισσα
δεν ήτανε καμιά κοσμοπολίτισσα
ήταν δέντρο, φυτρωμένο μες στην πόλη
που οι ρίζες του στεριώσανε σαν πόλη [χ2]
Στο χαμηλότη στον αντά κάθε πρωί
με ζαχαρόνερο και καλοπιάσματα
σ' ένα κρυστάλλινο ποτήρι από φως
τη μοίρα γλύκαινε η Λωξάντρα με κεράσματα [χ2]
Τα δυο της χέρια που ζυμώναν τον καιρό
μοσχοβολούσανε μαχλέπι και λιβάνι
στην αγκαλιά της ξεχειμώνιαζε ο Θεός
αναπαυμένος στο γαλάζιο της φουστάνι [χ2]
Στο χαμηλότη στον αντά κάθε πρωί
με ζαχαρόνερο και καλοπιάσματα
σ' ένα κρυστάλλινο ποτήρι από φως
τη μοίρα γλύκαινε η Λωξάντρα με κεράσματα [χ2]
Богоматерь Лохандра или Политисса
это был не космополитический
в городе выросло дерево
чьи корни были похожи на город [x2]
В лучшем случае каждое утро
со сладостями и свечами
в хрустальном свете
Локсандра вскрикнула судьба [x2]
Ее две руки, которые взвешивали погоду
они жевали вину и ладан
в ее объятиях был Бог
отдых в голубом платье [x2]
В лучшем случае каждое утро
со сладостями и свечами
в хрустальном свете
Локсандра вскрикнула судьба [x2]